- πομπευτής
- ο, ΝΑ [πομπεύω]1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπήςαρχ.(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πομπευτής — organizer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευταῖς — πομπευτής organizer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομπευτῇ — πομπευτής organizer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)